3,270,341
edits
(6_15) |
(25) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μητρογάμος''': ὁ, λαμβάνων ὡς γυναῖκα τὴν [[ἑαυτοῦ]] μητέρα, Θεοφυλ. Σιμοκ. Φυσικ. Ἀπορήμ. 59, 5. | |lstext='''μητρογάμος''': ὁ, λαμβάνων ὡς γυναῖκα τὴν [[ἑαυτοῦ]] μητέρα, Θεοφυλ. Σιμοκ. Φυσικ. Ἀπορήμ. 59, 5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μητρογάμος]], ὁ (ΑΜ)<br />αυτός που παίρνει ως σύζυγο τη [[μητέρα]] του, αυτός που διαπράττει [[μητρογαμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> [[γάμος]], <b>[[πρβλ]].</b> <i>θυγατρο</i>-[[γάμος]]. | |||
}} | }} |