μιαντικός: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριονthought-shop of wise souls

Source
(6_11)
 
(25)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μιαντικός''': -ή, -όν, ὁ δυνάμενος μιαίνειν, Ψευδο-Ἰγνάτ. 1277Α.
|lstext='''μιαντικός''': -ή, -όν, ὁ δυνάμενος μιαίνειν, Ψευδο-Ἰγνάτ. 1277Α.
}}
{{grml
|mltxt=[[μιαντικός]], -ή, -όν (Α) [[μιαντός]]<br />αυτός που μπορεί να μιάνει.
}}
}}

Latest revision as of 07:27, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μιαντικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος μιαίνειν, Ψευδο-Ἰγνάτ. 1277Α.

Greek Monolingual

μιαντικός, -ή, -όν (Α) μιαντός
αυτός που μπορεί να μιάνει.