μονόφυλος: Difference between revisions

25
(6_17)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονόφῡλος''': -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ μιᾶς φυλῆς ἢ γένους, [[ἄμικτος]], Ὀππ. Κυν. 1. 399.
|lstext='''μονόφῡλος''': -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ μιᾶς φυλῆς ἢ γένους, [[ἄμικτος]], Ὀππ. Κυν. 1. 399.
}}
{{grml
|mltxt=[[μονόφυλος]], -ον (Α)<br />αυτός που κατάγεται από ένα [[γένος]], από μία [[φυλή]], άμεικτος, φυλετικά [[καθαρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φυλή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ετερό</i>-<i>φυλος</i>].
}}
}}