λάσθον: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
(6_4)
 
(22)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λάσθον''': «αἰσχρὸν» Ἡσύχ.
|lstext='''λάσθον''': «αἰσχρὸν» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λάσθον]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «αίσχρόν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[λάσθη]] [[κατά]] τα ουδέτερα σε -<i>ον</i>].
}}
}}

Revision as of 07:30, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

λάσθον: «αἰσχρὸν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λάσθον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «αίσχρόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λάσθη κατά τα ουδέτερα σε -ον].