λευκόλοφος: Difference between revisions

23
(Bailly1_3)
(23)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à aigrette blanche.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[λόφος]].
|btext=ος, ον :<br />à aigrette blanche.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[λόφος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λευκόλοφος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[λευκό]] [[λοφίο]] («λευκολόφους τρυφαλείας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[λευκόλοφος]]<br /><i>ο</i> [[λευκός]] [[λόφος]].
}}
}}