Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λιτόβιος: Difference between revisions

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
(Bailly1_3)
(23)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui vit simplement.<br />'''Étymologie:''' [[λιτός]], [[βίος]].
|btext=ος, ον :<br />qui vit simplement.<br />'''Étymologie:''' [[λιτός]], [[βίος]].
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[λιτόβιος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ζει λιτά, [[λιτοδίαιτος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λιτόβιο</i>(<i>ν</i>)<br />ο [[λιτός]] [[βίος]], η [[λιτότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιτός]] (I) <span style="color: red;">+</span> [[βίος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κοινό</i>-<i>βιος</i>, <i>λιπό</i>-<i>βιος</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῑτόβῐος Medium diacritics: λιτόβιος Low diacritics: λιτόβιος Capitals: ΛΙΤΟΒΙΟΣ
Transliteration A: litóbios Transliteration B: litobios Transliteration C: litovios Beta Code: lito/bios

English (LSJ)

ον, (λιτός)

   A living plainly or sparingly, Str.15.1.34.

Greek (Liddell-Scott)

λῑτόβιος: -ον, (λῑτὸς) ζῶν ἁπλῶς, ἀπερίττως ἢ μετὰ φειδοῦς, Στράβ. 701.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vit simplement.
Étymologie: λιτός, βίος.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α λιτόβιος, -ον)
1. αυτός που ζει λιτά, λιτοδίαιτος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιτόβιο(ν)
ο λιτός βίος, η λιτότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιτός (I) + βίος (πρβλ. κοινό-βιος, λιπό-βιος)].