3,274,216
edits
(Bailly1_3) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> <i>avec idée de nombre</i> vérificateur des comptes;<br /><b>2</b> <i>sans idée de nombre</i> qui calcule, raisonne, réfléchit ; juste appréciateur (de qch).<br />'''Étymologie:''' [[λογίζομαι]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> <i>avec idée de nombre</i> vérificateur des comptes;<br /><b>2</b> <i>sans idée de nombre</i> qui calcule, raisonne, réfléchit ; juste appréciateur (de qch).<br />'''Étymologie:''' [[λογίζομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο θηλ. λογίστρια (Α [[λογιστής]]) [[λογίζομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που καταγράφει συστηματικά και ταξινομεί τις οικονομικές συναλλαγές και τα οικονομικά και νομικά γεγονότα μιας οικονομικής μονάδας και απεικονίζει σε ειδικές καταστάσεις και με μια ορισμένη [[τεχνική]] μεθοδολογία τη συνοπτική οικονομική [[θέση]] της επιχείρησης, [[καθώς]] και τα αποτελέσματα της δραστηριότητάς της [[έτσι]] ώστε να [[είναι]] [[δυνατός]] ο [[έλεγχος]] της διαχείρισης και η [[λήψη]] οικονομικών αποφάσεων<br /><b>2.</b> [[ελεύθερος]] [[επαγγελματίας]] που αναλαμβάνει να τηρεί τα λογιστικά βιβλία<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ορκωτοί λογιστές» — τα [[μέλη]] ενός σώματος που έχουν το [[δικαίωμα]] να ασκούν έλεγχο σε μεγάλες επιχειρήσεις, [[είτε]] ύστερα από [[αίτηση]] τών ενδιαφερομένων [[είτε]] υποχρεωτικά από τον νόμο [[είτε]] [[μετά]] από κρατική [[επιταγή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κάνει λογαριασμό<br /><b>2.</b> [[δάσκαλος]] αριθμητικής<br /><b>3.</b> αυτός που σκέφτεται λογικά, [[κριτής]] («[[δίκαιος]] λογιστὴς τῶν... ὑπηργμένων», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ λογισταί</i> α) [[σώμα]] [[δώδεκα]] [[ανδρών]], που εκλέγονταν από τη [[βουλή]] με [[κλήρωση]] στην αρχαία Αθήνα και στο οποίο υπέβαλλαν οι άρχοντες τους λογαριασμούς τους [[προς]] έλεγχο [[μετά]] τη [[λήξη]] της θητείας τους στην [[εξουσία]], αλλ. εὔθυνοι ή ἐξετασταί<br />β) επιμελητές στην αρχαία [[Ρώμη]] που είχαν δικαστικά και οικονομικά καθήκοντα<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «λογισταὶ τῶν χορῶν»<br /><b>μτφ.</b> το [[ακροατήριο]] θεάτρου. | |||
}} | }} |