λοξεύω: Difference between revisions

23
(6_2)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λοξεύω''': [[λοξόω]], Λιβάν. 4. 1072.
|lstext='''λοξεύω''': [[λοξόω]], Λιβάν. 4. 1072.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[λοξεύω]], Μ και λοξεύγω) [[λοξός]]<br />[[κάνω]] [[κάτι]] λοξό, [[πλαγιάζω]] («λοξεύειν τὸν ὀφθαλμόν», Λιβάν.)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[παρεκκλίνω]] από την [[ευθεία]] [[πορεία]], [[προχωρώ]] [[λοξά]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. πληθ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>λελοξευμένα</i><br />[[ασαφής]] ή συμβολική [[γλώσσα]].
}}
}}