λωποδύτης: Difference between revisions

23
(Bailly1_3)
(23)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />voleur, pillard.<br />'''Étymologie:''' [[λῶπος]], [[δύομαι]].
|btext=ου (ὁ) :<br />voleur, pillard.<br />'''Étymologie:''' [[λῶπος]], [[δύομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. λωποδύτρια και λωποδύτρα και λωποδύτισσα (Α [[λωποδύτης]])<br />[[επιτήδειος]] και [[πανούργος]] [[κλέφτης]], [[κυρίως]] αντικειμένων («[[κάποιος]] [[λωποδύτης]] θα σού πήρε το [[πορτοφόλι]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έκλεβε ενδύματα, [[ιδίως]] λουομένων, ή αφαιρούσε βίαια τους επενδύτες τών διαβατών [[πράξη]] που, [[κατά]] το [[αττικό]] [[δίκαιο]], αποτελούσε διακεκριμένη [[περίπτωση]] κλοπής<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που ιδιοποιείται ξένες εκφράσεις και ιδέες («[[λωποδύτης]] ἀλλοτρίων ἐπέων», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λώπη]] «[[περίβλημα]], [[επενδύτης]]» <span style="color: red;">+</span> -[[δύτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δύω</i> «[[βυθίζω]], [[βουτώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αμμο</i>-[[δύτης]], <i>τρωγλο</i>-[[δύτης]].
}}
}}