μελανοπλόκαμος: Difference between revisions

24
(6_17)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελανοπλόκᾰμος''': -ον, ὁ ἔχων μέλανας πλοκάμους, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 6. 46, κτλ.
|lstext='''μελανοπλόκᾰμος''': -ον, ὁ ἔχων μέλανας πλοκάμους, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 6. 46, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μελανοπλόκαμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μαύρους πλοκάμους, μαύρες πλεξίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πλόκαμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λιπαρο</i>-[[πλόκαμος]], <i>χρυσο</i>-[[πλόκαμος]].
}}
}}