μεμονωμένως: Difference between revisions

24
(6_6)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεμονωμένως''': ἐπίρρ. ([[μονόω]]) [[μόνος]], κατὰ μόνας, Κορνοῦτ. περὶ Θεῶν Φύσ. 16 (14).
|lstext='''μεμονωμένως''': ἐπίρρ. ([[μονόω]]) [[μόνος]], κατὰ μόνας, Κορνοῦτ. περὶ Θεῶν Φύσ. 16 (14).
}}
{{grml
|mltxt=και μεμονωμένα (Α [[μεμονωμένως]])<br /><b>επίρρ.</b> [[χωριστά]], κατ' ιδίαν, απομονωμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεμονωμένος</i>, μτχ. μεσ. παρακμ. του ρ. <i>μονῶ</i>].
}}
}}