μεταπεσσεύω: Difference between revisions

25
(6_5)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταπεσσεύω''': Ἀττ. -πεττεύω, κινῶ, μετακικῶ, ὡς ἐν τῷ παιγνιδίῳ τῶν πεσσῶν (τῆς «ντάμας»), τινὰ Πλάτ. Κωμ. ἐν «Πρέσβεσι» 2· παθ., Πλάτ. [[Μίνως]] 316C· - οὐσιαστ., -πέττευσις, εως, ἡ, Νικήτ. Χων. 292Α.
|lstext='''μεταπεσσεύω''': Ἀττ. -πεττεύω, κινῶ, μετακικῶ, ὡς ἐν τῷ παιγνιδίῳ τῶν πεσσῶν (τῆς «ντάμας»), τινὰ Πλάτ. Κωμ. ἐν «Πρέσβεσι» 2· παθ., Πλάτ. [[Μίνως]] 316C· - οὐσιαστ., -πέττευσις, εως, ἡ, Νικήτ. Χων. 292Α.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεταπεσσεύω]] (ΑΜ, Α αττ. τ. μεταπεττεύω)<br /><b>1.</b> [[κινώ]] ή [[μεταθέτω]], όπως στο [[παιχνίδι]] τών πεσσών, [[μετακινώ]]<br /><b>2.</b> [[μεταβάλλω]] («ἦγεν ὡς ᾑρεῑτο [[πάντα]] καὶ μετεπέττευεν», Νικ. Χων.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- [[πεσσεύω]] «[[αλλάζω]] τη [[θέση]] τών πεσσών»].
}}
}}