μέστωμα: Difference between revisions

24
(6_21)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μέστωμα''': τό, [[πλήρωμα]], γέμισμα, Χρησμ. παρ’ Εὐστ. Εὐαγγ. Προπ. σ. 145C.
|lstext='''μέστωμα''': τό, [[πλήρωμα]], γέμισμα, Χρησμ. παρ’ Εὐστ. Εὐαγγ. Προπ. σ. 145C.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[μέστωμα]]) [[μεστώνω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[μεστώνω]], [[πλήρωση]], [[γέμισμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για καρπούς και [[δημητριακά]]) [[ωρίμαση]], [[ωριμότητα]], [[γίνωμα]] («το [[μέστωμα]] του καλαμποκιού»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> η [[πάχυνση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αφθονία]], [[πλησμονή]].
}}
}}