μορμίλλων: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(6_12)
 
(25)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μορμίλλων''': ἴδε [[μερμίλλων]].
|lstext='''μορμίλλων''': ἴδε [[μερμίλλων]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μορμίλλων]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μερμίλλων]].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μορμίλλων: ἴδε μερμίλλων.

Greek Monolingual

μορμίλλων, ὁ (Α)
βλ. μερμίλλων.