μοιρονόμος: Difference between revisions

25
(6_15)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μοιρονόμος''': -ον, ([[νέμω]]) ὁ διανέμων τὰς τύχας, Ἀριστείδ. 1. 298.
|lstext='''μοιρονόμος''': -ον, ([[νέμω]]) ὁ διανέμων τὰς τύχας, Ἀριστείδ. 1. 298.
}}
{{grml
|mltxt=[[μοιρονόμος]], -ον (Α)<br />αυτός που ορίζει την [[τύχη]] σε καθέναν από τους ανθρώπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοῖρα]] «πεπρωμένο»·[[νόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[νέμω]] «[[μοιράζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κληρο</i>-[[νόμος]].
}}
}}