μόρφασμα: Difference between revisions

25
(6_21)
(25)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μόρφασμα''': τό, [[ἀπεικόνισμα]], ψυχῆς ἐκπορνευούσης [[μόρφασμα]] (ἡ [[ὑπόκρισις]]) Εὐστ. Πονημάτ. 73. 37.
|lstext='''μόρφασμα''': τό, [[ἀπεικόνισμα]], ψυχῆς ἐκπορνευούσης [[μόρφασμα]] (ἡ [[ὑπόκρισις]]) Εὐστ. Πονημάτ. 73. 37.
}}
{{grml
|mltxt=[[μόρφασμα]], τὸ (Μ) [[μορφάζω]]<br />[[εικόνα]], [[απεικόνισμα]].
}}
}}