μουσοπόλος: Difference between revisions

26
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui cultive les Muses ; ὁ [[μουσοπόλος]] poète.<br />'''Étymologie:''' [[μοῦσα]], [[πολέω]].
|btext=ος, ον :<br />qui cultive les Muses ; ὁ [[μουσοπόλος]] poète.<br />'''Étymologie:''' [[μοῦσα]], [[πολέω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μουσοπόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που υπηρετεί τις Μούσες, δηλ. ο [[ποιητικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που συνοδεύεται από [[μουσική]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[μουσοπόλος]]<br />ο [[αοιδός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοῦσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέλω]] / [[πέλομαι]] «περιφέρομαι»), <b>πρβλ.</b> <i>θεο</i>-[[πόλος]], <i>ονειρο</i>-[[πόλος]].
}}
}}