ξιφίζω: Difference between revisions

27
(6_13a)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῐφίζω''': μέλλ. -ίσω, ([[ξίφος]]) ὀρχοῦμαι τὴν ξιφικὴν ὄρχησιν, ἢ ὀρχοῦμαι μὲ τὰς χεῖρας ἐκτεταμένας [[ὥσπερ]] [[ξίφος]] κρατῶν, Κρατῖν. ἐν «Τροφωνίῳ» 4, ἴδε Ἡσύχ.
|lstext='''ξῐφίζω''': μέλλ. -ίσω, ([[ξίφος]]) ὀρχοῦμαι τὴν ξιφικὴν ὄρχησιν, ἢ ὀρχοῦμαι μὲ τὰς χεῖρας ἐκτεταμένας [[ὥσπερ]] [[ξίφος]] κρατῶν, Κρατῖν. ἐν «Τροφωνίῳ» 4, ἴδε Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξιφίζω]] (Α) [[ξίφος]]<br />[[χορεύω]] τον πολεμικό χορό, [[κατά]] τον οποίο οι χορευτές έχουν τα χέρια τεντωμένα σαν να κρατούν [[ξίφος]].
}}
}}