Anonymous

μυστιπόλος: Difference between revisions

From LSJ
26
(Bailly1_3)
(26)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui concerne la célébration des mystères ; ὁ [[μυστιπόλος]] initié, prêtre.<br />'''Étymologie:''' [[μύστης]], [[πολέω]].
|btext=ος, ον :<br />qui concerne la célébration des mystères ; ὁ [[μυστιπόλος]] initié, prêtre.<br />'''Étymologie:''' [[μύστης]], [[πολέω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μυστιπόλος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που τελεί μυστήρια ή μια μυστική [[τελετή]]<br /><b>2.</b> αυτός που χρησιμεύει στη [[διεξαγωγή]] μυστικών τελετών («[[μυστιπόλος]] [[φόρμιγξ]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> [[ιεράρχης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύστης]] <span style="color: red;">+</span> -[[πόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέλω]] / [[πέλομαι]] «περιφέρομαι»), <b>πρβλ.</b> <i>ονειρο</i>-[[πόλος]]. Η [[μορφή]] <i>μυστι</i>- με την οποία εμφανίζεται ο τ. [[μύστης]] προξενεί [[έκπληξη]] και θυμίζει ίσως τα σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (<b>πρβλ.</b> λ. [[μύστις]])].
}}
}}