μώλυσις: Difference between revisions

26
(6_8)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μώλῡσις''': -εως, ἡ, ([[μωλύω]]) μαλάκυνσις, ἴδε [[μόλυνσις]].
|lstext='''μώλῡσις''': -εως, ἡ, ([[μωλύω]]) μαλάκυνσις, ἴδε [[μόλυνσις]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μώλυσις]] και μώλυνσις και [[μόλυνσις]], ἡ (Α) [[μωλύ</i>(<i>ν</i>)<i>ω]]<br /><b>1.</b> [[βράσιμο]] σε σιγανή [[φωτιά]], σιγανό [[βράσιμο]]<br /><b>2.</b> το να καθιστά [[κανείς]] [[κάτι]] μαλακό, [[μαλάκυνση]]<br /><b>3.</b> [[ταχεία]] [[αύξηση]] σιτηρών.
}}
}}