νεκροφάγος: Difference between revisions

26
(6_3)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεκροφάγος''': [ᾰ], -ον, ὁ τρώγων νεκρὰ σώματα, ὄρνιθες Δίων Κ. 47. 40.
|lstext='''νεκροφάγος''': [ᾰ], -ον, ὁ τρώγων νεκρὰ σώματα, ὄρνιθες Δίων Κ. 47. 40.
}}
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[νεκροφάγος]], -ον)<br />(για ζώα και έντομα) αυτός που τρώγει πτώματα («νεκροφάγοι ὄρνιθες», Δίων, Κ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[κατηγορία]] κολεόπτερων εντόμων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νεκρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>ἔ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i>, αόρ. β' του [[ἐσθίω]]), <b>πρβλ.</b> <i>σαρκο</i>-[[φάγος]], <i>ωμο</i>-[[φάγος]].
}}
}}