νεήφατος: Difference between revisions

26
(Bailly1_3)
(26)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se fait entendre pour la première fois.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[φημί]].
|btext=ος, ον :<br />qui se fait entendre pour la première fois.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[φημί]].
}}
{{grml
|mltxt=[[νεήφατος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που λέχθηκε ή που ακούστηκε για πρώτη [[φορά]], ο λεγόμενος για πρώτη [[φορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φημί]]), <b>πρβλ.</b> <i>θεό</i>-<i>φατος</i>, <i>παλαί</i>-<i>φατος</i>. Το -<i>η</i>- του τ. ([[αντί]] [[νεόφατος]]) οφείλεται σε μετρικούς λόγους για την [[αποφυγή]] τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών].
}}
}}