νεκυάμβατος: Difference between revisions

26
(6_15)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεκυάμβᾰτος''': -ον, ([[ἀναβαίνω]]) ἐπὶ τοῦ πορθμείου τοῦ Χάρωνος, εἰς ὃ ἐμβαίνουσιν οἱ νεκροί, Ποιητὴς παρὰ Παυσ. 10. 28, 2.
|lstext='''νεκυάμβᾰτος''': -ον, ([[ἀναβαίνω]]) ἐπὶ τοῦ πορθμείου τοῦ Χάρωνος, εἰς ὃ ἐμβαίνουσιν οἱ νεκροί, Ποιητὴς παρὰ Παυσ. 10. 28, 2.
}}
{{grml
|mltxt=[[νεκυάμβατος]], -ον (Α)<br />(για το [[πλοίο]] του Χάρωνος) αυτός στον οποίο επιβαίνουν νεκροί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νέκυς]] «[[νεκρός]]» <span style="color: red;">+</span> <i>ἀμβατός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀναβαίνω]], ποιητ. τ. [[αντί]] [[ἀναβατός]]) «αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να ανεβεί», <b>πρβλ.</b> <i>αν</i>-<i>άμβατος</i>, <i>πετρ</i>-<i>άμβατος</i>].
}}
}}