περίκλυσις: Difference between revisions

32
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />inondation.<br />'''Étymologie:''' [[περικλύζω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />inondation.<br />'''Étymologie:''' [[περικλύζω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ύσεως, ἡ, Α [[περικλύζω]]<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] σχετικά με το [[σώμα]]) [[πλύσιμο]] ολόκληρης της επιφάνειας, [[περικλυσμός]]<br /><b>2.</b> [[καταιόνηση]].
}}
}}