παραλυτικός: Difference between revisions

31
(T22)
(31)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=παραλυτικη, παραλυτικόν (from [[παραλύω]], [[which]] [[see]]), paralytic, i. e. [[suffering]] from the relaxing of the nerves of [[one]] [[side]]; [[universally]], [[disabled]], [[weak]] of [[limb]] (A. V. [[palsied]], [[sick]] of the [[palsy]]): L WH marginal [[reading]] in Riehm, HWB, [[under]] the [[word]] Krankheiten, 5; B. D. American edition, p. 1866b.)  
|txtha=παραλυτικη, παραλυτικόν (from [[παραλύω]], [[which]] [[see]]), paralytic, i. e. [[suffering]] from the relaxing of the nerves of [[one]] [[side]]; [[universally]], [[disabled]], [[weak]] of [[limb]] (A. V. [[palsied]], [[sick]] of the [[palsy]]): L WH marginal [[reading]] in Riehm, HWB, [[under]] the [[word]] Krankheiten, 5; B. D. American edition, p. 1866b.)  
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[παράλυση]]<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από μία [[μορφή]] παραλύσεως («παραλυτικά [[άκρα]]»)<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο [[παραλυτικός]] και <i>η παραλυτική</i><br />[[άτομο]] που πάσχει από [[παράλυση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιφέρει, που προκαλεί [[παράλυση]] («η παραλυτική [[ενέργεια]] μερικών βοτάνων»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «παραλυτική [[έκκριση]]»<br /><b>φυσιολ.</b> η [[έκκριση]] ενός αδένα [[μετά]] από [[διατομή]] του εκκριτικού του νεύρου, όπως [[είναι]] λ.χ. η [[έκκριση]] του υπογνάθιου αδένα [[μετά]] από [[διατομή]] της χορδής του τυμπάνου<br />β) «παραλυτικό [[βάδισμα]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[απόκλιση]] του βαδίσματος από το κανονικό, που οφείλεται σε [[παράλυση]] του περονιαίου νεύρου και στην προϊούσα μυϊκή [[δυστροφία]]<br />γ) «[[παραλυτικός]] [[ίλιγγος]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[νόσος]] του αγροτικού πληθυσμού, ενδημική στην Ελβετία και στην Ιαπωνία, χαρακτηριζόμενη από κρίσεις ιλίγγου και [[ποικιλία]] παρέσεων και παραλύσεων, αλλ. [[σύνδρομο]] Ζερλιέ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παράλυτος]]. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>paralytique</i>].
}}
}}