ξηροβάτραχος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt bene → Trotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht
(6_14) |
(27) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξηροβάτραχος''': ὁ, [[εἶδος]] βατράχου, ἐν Ἐπιφαν. Φυσιολ. 22, ἔκδ. Antverp. 1588. | |lstext='''ξηροβάτραχος''': ὁ, [[εἶδος]] βατράχου, ἐν Ἐπιφαν. Φυσιολ. 22, ἔκδ. Antverp. 1588. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ξηροβάτραχος]], ὁ (Α)<br />[[είδος]] βατράχου. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:06, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
ξηροβάτραχος: ὁ, εἶδος βατράχου, ἐν Ἐπιφαν. Φυσιολ. 22, ἔκδ. Antverp. 1588.
Greek Monolingual
ξηροβάτραχος, ὁ (Α)
είδος βατράχου.