οἰνοειδής: Difference between revisions

28
(6_7)
(28)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰνοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] οἴνῳ, Ἡσύχ. ἐν λ. οἰνωπόν.
|lstext='''οἰνοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] οἴνῳ, Ἡσύχ. ἐν λ. οἰνωπόν.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[οἰνοειδής]], -ές) [[οίνος]]<br />αυτός που μοιάζει με [[κρασί]] [[κατά]] τη [[γεύση]], το [[χρώμα]] ή τη [[σύσταση]] («οἰνοειδῆ ποτά», <b>Ησύχ.</b>).
}}
}}