3,276,901
edits
(Bailly1_4) |
(29) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne les instruments;<br /><b>2</b> propre à servir d’instrument, qui agit comme un instrument : [[εἰς]] πλήθη PLUT sur les foules.<br />'''Étymologie:''' [[ὄργανον]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne les instruments;<br /><b>2</b> propre à servir d’instrument, qui agit comme un instrument : [[εἰς]] πλήθη PLUT sur les foules.<br />'''Étymologie:''' [[ὄργανον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀργανικός]], -ή, -όν) [[όργανον]]<br /><b>1.</b> αυτός που χρησιμεύει ως όργανο<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από όργανα<br /><b>3.</b> αυτός που ανήκει στις λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όργανο ή σε ζώντα οργανισμό<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελεί αναπόσπαστο [[τμήμα]] ενός οργανισμού<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> (για παθήσεις) αυτός που έχει σωματική [[προέλευση]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον [[ψυχικό]] ή λειτουργικό («οργανικό [[φύσημα]] της καρδιάς»)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η οργανική</i><br />μία από τις [[οκτώ]] πτώσεις της ινδοευρωπαϊκής γλώσσας η οποία δήλωνε το όργανο και γενικά τον τρόπο με τον οποίο γίνεται [[κάτι]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «οργανικές ενώσεις» — γενική [[ονομασία]] τών χημικών ενώσεων που περιέχουν άνθρακα<br />β) «οργανική [[χημεία]]» — [[κλάδος]] της χημείας που αναφέρεται στη [[μελέτη]] του άνθρακα και τών ενώσεών του, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την ανόργανη [[χημεία]]<br />β) «οργανική [[θέση]]» — [[θέση]] που κρίνεται απαραίτητη για την εύρυθμη [[λειτουργία]] μιας υπηρεσίας<br />γ) «[[οργανικός]] [[νόμος]]» — [[θεμελιώδης]] [[νόμος]] που αναφέρεται στα σχετικά με την [[οργάνωση]] ενός κράτους και τών υπηρεσιών του<br />δ) «οργανική [[αρχιτεκτονική]]» — [[αρχιτεκτονική]] [[αντίληψη]] [[κατά]] την οποία οι μορφές τών κτηρίων [[πρέπει]] να υπαγορεύονται όχι μόνον από την αυστηρή [[λειτουργικότητα]] [[αλλά]] και από το [[περιβάλλον]], όπως συμβαίνει στους ζωντανούς οργανισμούς, [[καθώς]] και από τις τοπικές συνθήκες και τις ανάγκες του ατόμου<br />ε) «οργανικές παθήσεις» — οι παθήσεις που οφείλονται σε εμφανή ιστολογική [[αλλοίωση]] ενός οργάνου, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τις λειτουργικές παθήσεις<br />στ) <b>μουσ.</b> i) «οργανική [[μουσική]]» — [[μουσική]] [[κατά]] την οποία ακούγονται μόνο τα όργανα [[χωρίς]] φωνές, αλλ. ενόργανη [[μουσική]]<br />ii) «οργανικό [[μέρος]]»<br />(σε μία [[παρτιτούρα]]) το [[μέρος]] που έχει [[σχέση]] αποκλειστικά με τα όργανα, με την [[ορχήστρα]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[συγκροτημένος]] με [[λογικό]] τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[αντιληπτός]] με πράξεις<br /><b>2.</b> αυτός που κατασκευάζεται με όργανο<br /><b>3.</b> (το ουδ. συγκριτ. ως επίρρ.) <i>ὀργανικώτερον</i><br />με τρόπο που αρμόζει σε όργανα του σώματος<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[τέχνη]] της κατασκευής με τη [[χρήση]] οργάνων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οργανικώς</i> και -ά (ΑΜ ὀργανικῶς)<br />αναφορικά [[προς]] τη [[λειτουργία]] του οργανισμού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με όργανα<br /><b>2.</b> στη [[θέση]] οργανικής πτώσης. | |||
}} | }} |