3,271,358
edits
(6_18) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰλινστρόβητος''': -ον, παλινστροβήτοις πημοναῖς ἁλώμενος, «ὀπισθορμήτοις, πολυπλάτοις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 739. | |lstext='''πᾰλινστρόβητος''': -ον, παλινστροβήτοις πημοναῖς ἁλώμενος, «ὀπισθορμήτοις, πολυπλάτοις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 739. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[παλινστρόβητος]], -ον (Α)<br />αυτός που περιστρέφεται, που στροβιλίζεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> <i>στροβῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στρόβος]] «[[περιστροφή]]»]. | |||
}} | }} |