παλινστρόβητος: Difference between revisions

30
(6_18)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰλινστρόβητος''': -ον, παλινστροβήτοις πημοναῖς ἁλώμενος, «ὀπισθορμήτοις, πολυπλάτοις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 739.
|lstext='''πᾰλινστρόβητος''': -ον, παλινστροβήτοις πημοναῖς ἁλώμενος, «ὀπισθορμήτοις, πολυπλάτοις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 739.
}}
{{grml
|mltxt=[[παλινστρόβητος]], -ον (Α)<br />αυτός που περιστρέφεται, που στροβιλίζεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> <i>στροβῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στρόβος]] «[[περιστροφή]]»].
}}
}}