παραβλύζω: Difference between revisions

30
(6_13a)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραβλύζω''': μέλλ. -ύσω, [[ἀποπτύω]], ἐξεμῶ, «εἴ ποτε ἡττηθεὶς οἴνου καὶ παραβλύσας τὸ περιττόν, [[εἶτα]] ὕπνου [[μέτοχος]] γένοιτο» Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. παραβλύσας· [[μετὰ]] γεν. διαιρετ., π. τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνῳ Φιλόστρ. 796· πρβλ. [[ἀποβλύζω]].
|lstext='''παραβλύζω''': μέλλ. -ύσω, [[ἀποπτύω]], ἐξεμῶ, «εἴ ποτε ἡττηθεὶς οἴνου καὶ παραβλύσας τὸ περιττόν, [[εἶτα]] ὕπνου [[μέτοχος]] γένοιτο» Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. παραβλύσας· [[μετὰ]] γεν. διαιρετ., π. τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνῳ Φιλόστρ. 796· πρβλ. [[ἀποβλύζω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[αποπτύω]], [[εξεμώ]], [[βγάζω]] από το [[στόμα]] («παραβλύζειν τοῡ οἴνου ἐν τῷ ὕπνω», Φιλόστρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βλύζω]] «[[κοχλάζω]], [[πλημμυρίζω]]»].
}}
}}