3,273,006
edits
(Bailly1_4) |
(30) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qu’on masse pour le replacer <i>ou</i> le déplacer <i>en parl. d’un os</i>;<br /><b>2</b> <i>t. de gramm.</i> dérivé.<br />'''Étymologie:''' [[παράγω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qu’on masse pour le replacer <i>ou</i> le déplacer <i>en parl. d’un os</i>;<br /><b>2</b> <i>t. de gramm.</i> dérivé.<br />'''Étymologie:''' [[παράγω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[παράγωγος]], -ον, ΝΜΑ [[παράγω]]<br /><b>γραμμ.</b> ([[ιδίως]] για λέξεις) αυτός που σχηματίζεται από άλλον με την [[προσθήκη]] παραγωγικής κατάληξης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παράγεται από άλλον<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το παράγωγο</i><br /><i>i</i>) <b>χημ.</b> [[ένωση]] η οποία προέρχεται από [[άλλη]] με την [[αντικατάσταση]] υδρογόνου ή ομάδας ατόμων από άλλα άτομα ή ρίζες [[χωρίς]] [[μεταβολή]] τών αρχικών ιδιοτήτων («η [[βενζίνη]] [[είναι]] παράγωγο του πετρελαίου»)<br />ii) <b>γλωσσ.</b> [[λέξη]] που παράγεται από [[άλλη]]<br />iii) <b>(οικον.)</b> [[υποπροϊόν]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[παράγωγος]] συνάρτησης»<br /><b>μαθ.</b> διαφορική [[αναλογία]] της μεταβολής μιας συνάρτησης σε [[σχέση]] με μια ανεξάρτητη μεταβλητή της<br />β) «[[παράγωγος]] συνόλου» — το [[σύνολο]] τών σημείων συσσώρευσης ενός συνόλου<br />γ) «[[παράγωγος]] συνάρτησης μερική»<br /><b>μαθημ.</b> [[παράγωγος]] μιας συνάρτησης πολλών μεταβλητών ως [[προς]] μερικές από αυτές<br />δ) «νιοστή [[παράγωγος]] συνάρτησης»<br /><b>μαθημ.</b> [[συνάρτηση]] που προκύπτει από την [[παραγώγιση]] μιας συνάρτησης [[κατά]] <i>ν</i> φορές<br />ε) «πλευρική [[παράγωγος]] συνάρτησης»<br /><b>μαθημ.</b> το όριο του λόγου της μεταβολής μιας συνάρτησης [[προς]] τη [[μεταβολή]] μιας ανεξάρτητης μεταβλητής της, όταν αυτή τείνει πλευρικά [[προς]] έναν σταθερό αριθμό, [[είτε]] από [[δεξιά]] ([[δεξιά]] [[παράγωγος]]) [[είτε]] από αριστερά (αριστερή [[παράγωγος]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μετακινείται με [[ευκολία]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται [[κατά]] [[παρωδία]]. | |||
}} | }} |