παραδοξάζω: Difference between revisions

30
(6_20)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραδοξάζω''': ποιῶ θαυμάσιον, ἔνδοξον, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Γ΄, 30)· [[δοξάζω]], παραδοξάσει Κύριος τὰς [[πληγάς]] σου Ἑβδ. (Δευτερ. Η΄, 59)· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[αὐτόθι]]. 2) = [[διαστέλλω]], [[μετὰ]] γεν., παραδοξάσω ἐγὼ ἀνὰ [[μέσον]] τῶν κτηνῶν Ἑβδ. (Ἔξοδ. Θ΄, 4)· π. τὴν γὴν [[αὐτόθι]] (Ἔξοδ. Η΄, 22).
|lstext='''παραδοξάζω''': ποιῶ θαυμάσιον, ἔνδοξον, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Γ΄, 30)· [[δοξάζω]], παραδοξάσει Κύριος τὰς [[πληγάς]] σου Ἑβδ. (Δευτερ. Η΄, 59)· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[αὐτόθι]]. 2) = [[διαστέλλω]], [[μετὰ]] γεν., παραδοξάσω ἐγὼ ἀνὰ [[μέσον]] τῶν κτηνῶν Ἑβδ. (Ἔξοδ. Θ΄, 4)· π. τὴν γὴν [[αὐτόθι]] (Ἔξοδ. Η΄, 22).
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] περίφημο, αξιοθαύμαστο, έκτακτο, εκπληκτικό («τὸν κύριον εὐλόγουν τὸν παραδοξάζοντα τὸν ἑαυτοῡ τόπον», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[θέτω]] διακριτικό [[σημείο]] με σκοπό να [[διακρίνω]] [[κάτι]] και, συνεκδοχικά, [[διακρίνω]], [[ξεχωρίζω]] («παραδοξάσω ἐν τῇ ἡμέρᾳ [[ἐκείνῃ]] τὴν γῆν Γεσέμ», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δοξάζω]] «[[νομίζω]], [[θεωρώ]]» (<span style="color: red;"><</span> [[δόξα]] «[[γνώμη]]»)].
}}
}}