παραθερίζω: Difference between revisions

30
(6_1)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραθερίζω''': [[ἀποκόπτω]] τὴν ἄκραν πράγματός τινος, ἐν τῷ ποιητ. ἀόρ. α΄ παρέθρισεν, [[ἔμπης]] δ’ ἀφλάστοιο παρέθρισαν [[ἄκρα]] κόρυμβα, «ἀντὶ τοῦ παρεθέρισαν. κατὰ συγκοπὴν. σημαίνει δὲ τὸ ἀπέκοψαν» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 603· πρβλ. [[παρατέμνω]].
|lstext='''παραθερίζω''': [[ἀποκόπτω]] τὴν ἄκραν πράγματός τινος, ἐν τῷ ποιητ. ἀόρ. α΄ παρέθρισεν, [[ἔμπης]] δ’ ἀφλάστοιο παρέθρισαν [[ἄκρα]] κόρυμβα, «ἀντὶ τοῦ παρεθέρισαν. κατὰ συγκοπὴν. σημαίνει δὲ τὸ ἀπέκοψαν» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 603· πρβλ. [[παρατέμνω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[περνώ]] το [[θέρος]] ή [[μέρος]] του θέρους σε κάποιον [[τόπο]], [[ιδίως]] εξοχικό<br /><b>αρχ.</b><br />[[αποκόπτω]] [[καθώς]] [[διαβαίνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θερίζω]]. Ο τ. με τη σημ. «[[ξεκαλοκαιριάζω]]» <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θέρος]] και μαρτυρείται από το 1887 σε <i>Έγγραφον δικαστικόν Μεσολογγίου</i>].
}}
}}