παραλογισμός: Difference between revisions

31
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />tromperie.<br />'''Étymologie:''' [[παραλογίζομαι]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />tromperie.<br />'''Étymologie:''' [[παραλογίζομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=ό, ΝΜΑ [[παραλογίζομαι]]<br />[[εσφαλμένος]] [[τρόπος]] του συλλογίζεσθαι, [[εσφαλμένος]] [[συλλογισμός]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>(φιλοσ.)</b> αθέλητη [[παραβίαση]] τών νόμων και τών κανόνων της λογικής που στερεί τον συλλογισμό από [[κάθε]] αποδεικτική [[δύναμη]] και οδηγεί σε εσφαλμένα συμπεράσματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εσφαλμένο [[συμπέρασμα]]<br /><b>2.</b> [[απάτη]] με δόλο, [[εξαπάτηση]] («ἐπιβουλὴν καὶ παραλογισμὸν ἡγούμενοι», <b>Πολ.</b>).
}}
}}