παραπέτασμα: Difference between revisions

31
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> tenture;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> prétexte.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[πετάννυμι]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> tenture;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> prétexte.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[πετάννυμι]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[παραπετάννυμαι]]<br /><b>1.</b> υφασμάτινο [[συνήθως]] [[προκάλυμμα]] που κρεμιέται για να κρύψει ή να απομονώσει [[κάτι]] («σκηνήν... παραπετάσμασι ποικίλοισι κατεσκευασμένην», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πρόσχημα]] («ταῑς τέχναις ταύταις παραπετάσμασιν ἐχρήσαντο», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «σιδηρούν [[παραπέτασμα]]» ἡ, Απλώς, «[[παραπέτασμα]]» — όρος που καθιερώθηκε διεθνώς [[μετά]] τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και χρησιμοποιήθηκε [[μέχρι]] τα [[τέλη]] [[σχεδόν]] της δεκαετίας του 1980 και δήλωνε τη Σοβιετική Ένωση και τις ανατολικές χώρες οι οποίες βρίσκονταν υπό την [[επιρροή]] της, λόγω τών [[φραγμών]] που υπήρχαν στην [[κυκλοφορία]] ανθρώπων και ιδεών [[μεταξύ]] τών χωρών αυτών, αφ' ενός, και τών δυτικών χωρών αφ' ετέρου<br />(μσν-αρχ.) <b>στον πληθ.</b> <i>τα παραπετάσματα</i><br />χλαμύδες, μανδύες.
}}
}}