πεισιθάνατος: Difference between revisions

31
(6_17)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεισῐθάνᾰτος''': -ον, ὁ εἰς θάνατον καταπείθων, [[ὄνομα]] τοῦ Ἠγησίου, Διογ. Λ. 2. 86.
|lstext='''πεισῐθάνᾰτος''': -ον, ὁ εἰς θάνατον καταπείθων, [[ὄνομα]] τοῦ Ἠγησίου, Διογ. Λ. 2. 86.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πεισιθάνατος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που πείθει κάποιον να επιθυμήσει τον θάνατο, που προτρέπει στον θάνατο<br /><b>αρχ.</b><br />[[επίθετο]] του Ηγησία («[[παραιβάτης]] οὗ Ηγησίας ὁ Πεισιθάνατος», Διογ. Λαέρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεισι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[πείθω]], <b>πρβλ.</b> [[πεῖσις]] [II]), συνθ. του τύπου <i>τερμψίμβροτος</i>, <span style="color: red;">+</span> [[θάνατος]].
}}
}}