περιδράσσομαι: Difference between revisions

32
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=saisir avec la main ; saisir fortement, empoigner.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[δράσσομαι]].
|btext=saisir avec la main ; saisir fortement, empoigner.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[δράσσομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=και περιδράττομαι, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[πιάνω]] με τα δυο μου χέρια, [[περιαδράχνω]] («ἴχνη ποδῶν καὶ χειρῶν ὡς ἀντελαμβάνετο και περιεδράττετο», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[είμαι]] προσκολλημένος, αφοσιωμένος σε κάποιον («Χριστοῑο περιδράττεσθαι», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συλλαμβάνω]] με τον νού, [[κατανοώ]] («τοὺς χρόνους καθ' οὕς ἥξειν ἀνείρηται περιδραττόμενοι», Ευσ.)<br /><b>4.</b> [[ελέγχω]], [[διευθύνω]] («[[πάντα]] τὰ [[ὄντα]] περιδέδρακται ἡ [[θεία]] [[φύσις]]», Ζαχ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[προβάλλω]] αλαζονικές απαιτήσεις («[[ὥσπερ]] [[ἔνιοι]] περιδράττονται», Φίλων).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δράσσομαι]] «πιάνομαι»].
}}
}}