3,243,590
edits
(Bailly1_4) |
(32) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=saisir avec la main ; saisir fortement, empoigner.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[δράσσομαι]]. | |btext=saisir avec la main ; saisir fortement, empoigner.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[δράσσομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και περιδράττομαι, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[πιάνω]] με τα δυο μου χέρια, [[περιαδράχνω]] («ἴχνη ποδῶν καὶ χειρῶν ὡς ἀντελαμβάνετο και περιεδράττετο», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[είμαι]] προσκολλημένος, αφοσιωμένος σε κάποιον («Χριστοῑο περιδράττεσθαι», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συλλαμβάνω]] με τον νού, [[κατανοώ]] («τοὺς χρόνους καθ' οὕς ἥξειν ἀνείρηται περιδραττόμενοι», Ευσ.)<br /><b>4.</b> [[ελέγχω]], [[διευθύνω]] («[[πάντα]] τὰ [[ὄντα]] περιδέδρακται ἡ [[θεία]] [[φύσις]]», Ζαχ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[προβάλλω]] αλαζονικές απαιτήσεις («[[ὥσπερ]] [[ἔνιοι]] περιδράττονται», Φίλων).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δράσσομαι]] «πιάνομαι»]. | |||
}} | }} |