περιεσταλμένως: Difference between revisions

32
(6_6)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιεσταλμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[περιστέλλω]], κρυφίως, μυστικῶς, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 7, 13, Διογ. Λ. 16.
|lstext='''περιεσταλμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[περιστέλλω]], κρυφίως, μυστικῶς, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 7, 13, Διογ. Λ. 16.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[κρυφά]], [[μυστικά]]<br /><b>2.</b> με [[επιφύλαξη]], με [[συστολή]]<br /><b>3.</b> με κομψό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>περιεσταλμένος</i> του [[περιστέλλω]].
}}
}}