περιπηγής: Difference between revisions

32
(6_8)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιπηγής''': -ές, ὁ πεπηγμένος [[περί]] τι, «περιπαγεὶς ἢ ἐμπαγεὶς» (Ἡσύχ.), λιβάνοιο λύσιν περιπηγέα θάμνοις, «[[ἐπεὶ]] περίκειται τοῖς κλάδοις τὸ [[δάκρυον]] τῆς λιβάνου» (Σχόλ.), Νικ. Ἀλεξιφ. 107.
|lstext='''περιπηγής''': -ές, ὁ πεπηγμένος [[περί]] τι, «περιπαγεὶς ἢ ἐμπαγεὶς» (Ἡσύχ.), λιβάνοιο λύσιν περιπηγέα θάμνοις, «[[ἐπεὶ]] περίκειται τοῖς κλάδοις τὸ [[δάκρυον]] τῆς λιβάνου» (Σχόλ.), Νικ. Ἀλεξιφ. 107.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει πήξει, που έχει παγώσει [[γύρω]] από κάποιον ή [[πάνω]] σε κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πηγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>πηγής</i>].
}}
}}