περιπλέγδην: Difference between revisions

32
(6_6)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιπλέγδην''': Ἐπίρρ., [[περιπεπλεγμένως]], ἀγκαλιαστά, π. ἔχειν τινά, στενῶς ἐνηγκαλισμένον, Ἀνθ. Π. 5. 259, πρβλ. 255, Ὀππ. Ἁλ. 2. 376· ἐπὶ τοῦ κισσοῦ, Λουκ. Ἔρωτες 12, κτλ.
|lstext='''περιπλέγδην''': Ἐπίρρ., [[περιπεπλεγμένως]], ἀγκαλιαστά, π. ἔχειν τινά, στενῶς ἐνηγκαλισμένον, Ἀνθ. Π. 5. 259, πρβλ. 255, Ὀππ. Ἁλ. 2. 376· ἐπὶ τοῦ κισσοῦ, Λουκ. Ἔρωτες 12, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> σε στενό εναγκαλισμό, [[περιπεπλεγμένως]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[περιπλέγδην]] ἔχω πήχεσιν» — έχω αγκαλιαστεί πολύ [[σφιχτά]] με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> θ. <i>πλεκ</i>- του [[πλέκω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δην</i> (<b>πρβλ.</b> <i>εμπλέγ</i>-<i>δην</i>)].
}}
}}