πηρώνυμος: Difference between revisions

32
(6_15)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πηρώνῠμος''': -ον, ([[πήρα]], [[ὄνομα]]) [[σακκώνυμος]], Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ Οὐλαμωνύμου.
|lstext='''πηρώνῠμος''': -ον, ([[πήρα]], [[ὄνομα]]) [[σακκώνυμος]], Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ Οὐλαμωνύμου.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που έλαβε το όνομά του από την [[πήρα]], από το [[σακούλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πήρα]] «[[δερμάτινος]] [[σάκος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. τ. του [[ὄνομα]]), <b>πρβλ.</b> <i>σακκ</i>-<i>ώνυμος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
}}