πλαγιόμματος: Difference between revisions

32
(6_17)
(32)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλᾰγιόμματος''': -ον, ὁ ἔχων πλαγίους ὀφθαλμούς, «ἀλλοίθωρος», Εὐστ. 768. 7.
|lstext='''πλᾰγιόμματος''': -ον, ὁ ἔχων πλαγίους ὀφθαλμούς, «ἀλλοίθωρος», Εὐστ. 768. 7.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που βλέπει [[λοξά]], ο [[αλλήθωρος]] («[[στραβός]] καὶ [[πλαγιόμματος]]», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλάγιος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>όμματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄμμα]], -<i>ατος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>μον</i>-<i>όμματος</i>, <i>πολυ</i>-<i>όμματος</i>).
}}
}}