3,273,446
edits
(6_3) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλειστηριάζω''': [[ὑπερβάλλω]] ἐν τῇ τιμῇ τῶν πιπρασκομένων, [[προσφέρω]] πλείονα τῶν ἄλλων [[ὅπως]] ἀγοράσω τι πωλούμενον ἐν πλειστηριασμῷ, Λυσ. Ἀποσπ. 4, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Γρυψὶν» 4· ― οὕτω καὶ ὡς ἀποθ., μνημονεύεται ἐκ τοῦ Νεμέσ. ― Οὐσιαστικ. πλειστηριασμός, ὁ, «ὑπερθεματισμὸς» Ἡσύχ. | |lstext='''πλειστηριάζω''': [[ὑπερβάλλω]] ἐν τῇ τιμῇ τῶν πιπρασκομένων, [[προσφέρω]] πλείονα τῶν ἄλλων [[ὅπως]] ἀγοράσω τι πωλούμενον ἐν πλειστηριασμῷ, Λυσ. Ἀποσπ. 4, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Γρυψὶν» 4· ― οὕτω καὶ ὡς ἀποθ., μνημονεύεται ἐκ τοῦ Νεμέσ. ― Οὐσιαστικ. πλειστηριασμός, ὁ, «ὑπερθεματισμὸς» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΑ, [[πληστηριάζω]] Α [[πλειστήρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκθέτω]] [[κάτι]] σε [[πώληση]] με [[πλειοδοσία]], [[πουλώ]] σε πλειστηριασμό<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσφέρω]] τη μεγαλύτερη [[τιμή]] προκειμένου να αγοράσω [[κάτι]] σε πλειστηριασμό, [[πλειοδοτώ]] («οὐ [[τιμῆς]] τεταγμένης πωλοῡσιν, ἀλλ' ὡς ἄν δύνωνται πλειστηριάσαντες, πλείστου ἀπέδοντο», Λυσ.). | |||
}} | }} |