πλατυπόρφυρος: Difference between revisions

32
(6_17)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλᾰτυπόρφῠρος''': -ον, ὁ ἔχων πλατεῖαν πορφυρᾶν παρυφήν, [[ἱμάτιον]] Ἄρχιππος ἐν «Πλούτῳ» 5· ἐπὶ τοῦ Ρωμαϊκοῦ laticlavium, Χρησμ. Σιβ. 8. 73.
|lstext='''πλᾰτυπόρφῠρος''': -ον, ὁ ἔχων πλατεῖαν πορφυρᾶν παρυφήν, [[ἱμάτιον]] Ἄρχιππος ἐν «Πλούτῳ» 5· ἐπὶ τοῦ Ρωμαϊκοῦ laticlavium, Χρησμ. Σιβ. 8. 73.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[ένδυμα]]) αυτός που έχει πλατιά πορφυρή [[ταινία]] ή αυτός που έχει πλατιά [[παρυφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πλατυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πορφυρός]]].
}}
}}