πνευματόμφαλος: Difference between revisions

33
(6_15)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πνευμᾰτόμφᾰλος''': ὁ, τὸ [[ἀνεύρυσμα]] τοῦ ὀμφαλοῦ, Γαλην. 2. 395· οὕτω, πνευμόμφαλος, [[αὐτόθι]] 274.
|lstext='''πνευμᾰτόμφᾰλος''': ὁ, τὸ [[ἀνεύρυσμα]] τοῦ ὀμφαλοῦ, Γαλην. 2. 395· οὕτω, πνευμόμφαλος, [[αὐτόθι]] 274.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α<br />(στον <b>Γαλ.</b>) [[ανεύρυσμα]] του ομφαλού και [[διόγκωση]] του λόγω διείσδυσης αέρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πνεῦμα]], -<i>ατος</i><span style="color: red;">+</span> [[ὀμφαλός]].———————— <b>(II)</b><br />-ον, Α [[πνευματόμφαλος]]<br />(στον <b>Γαλ.</b>) αυτός που πάσχει από πνευματόμφαλο.
}}
}}