ποικιλτικός: Difference between revisions

33
(6_10)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποικιλτικός''': -ή, -όν, ἐπιδέξιος εἰς τὸ ποικίλλειν, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 34· ― ἡ ποικιλιτικὴ (ἐξυπ. [[τέχνη]]), ὡς τὸ [[ποικιλία]], [[αὐτόθι]], Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 2.
|lstext='''ποικιλτικός''': -ή, -όν, ἐπιδέξιος εἰς τὸ ποικίλλειν, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 34· ― ἡ ποικιλιτικὴ (ἐξυπ. [[τέχνη]]), ὡς τὸ [[ποικιλία]], [[αὐτόθι]], Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 2.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ποικιλτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ποικιλτής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποικιλτή ή στην [[τέχνη]] του ποικιλτή, στη [[διακόσμηση]] υφασμάτων [[κυρίως]] με κεντήματα<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ποικιλτική</i><br />(με ή [[χωρίς]] τη [[λέξη]] [[τέχνη]]) η [[τέχνη]] του ποικιλτή, της διακόσμησης υφασμάτων [[κυρίως]] με κεντήματα, η κεντητική<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ποικιλτικός]] [[ιστός]]»<br /><b>(πετρογρ.)</b> [[περιγραφικός]] [[χαρακτηρισμός]] ορισμένων εκρηξιγενών πετρωμάτων στα οποία ορισμένοι ακανόνιστα διεσπαρμένοι και με διαφορετικούς προσανατολισμούς κρύσταλλοι ενός ορυκτού εγκλείονται [[μέσα]] σε μεγαλύτερους κρυστάλλους ενός άλλου ορυκτού, το οποίο αποκτά διάστικτη και ποικιλόχρωμη [[εμφάνιση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έμπειρος]], [[επιδέξιος]] στο [[ποίκιλμα]], στη [[διακόσμηση]] υφάσματος [[κυρίως]] με κεντήματα<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ποικιλτικά</i><br />κεντημένα υφάσματα, αλλ. ποικιλτά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ποικιλτικῶς</i> Α<br />με ποικιλτικό τρόπο.
}}
}}