πολυμέρεια: Difference between revisions

33
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />grand nombre de parties.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[μέρος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />grand nombre de parties.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[μέρος]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[πολυμερία]], Μ [[πολυμερής]]<br />το να αποτελείται [[κάτι]] από [[πολλά]] μέρη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το να ασχολείται [[κανείς]] με [[πολλά]]<br /><b>2.</b> η [[επίδοση]] κάποιου σε πολλούς τομείς της γνώσης («[[πολυμέρεια]] μόρφωσης»)<br /><b>3.</b> <b>χημ.</b> α) η [[ιδιότητα]] του πολυμερούς<br />β) όρος που χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα στην οργανική [[χημεία]] και χαρακτήριζε τη [[σχέση]] που υπάρχει [[μεταξύ]] δύο ή περισσότερων χημικών ενώσεων τών οποίων τα μοριακά βάρη συμβαίνει να [[είναι]] πολλαπλάσια του ίδιου αριθμού.
}}
}}