ποσίδεσμος: Difference between revisions

33
(6_15)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποσίδεσμος''': ὁ, ὁ τοὺς πόδας δένων, [[ποδόδεσμος]], [[λέξις]] χαλκευθεῖσα ὑπὸ τοῦ Πλάτ. ἐν Κρατ. 402Ε.
|lstext='''ποσίδεσμος''': ὁ, ὁ τοὺς πόδας δένων, [[ποδόδεσμος]], [[λέξις]] χαλκευθεῖσα ὑπὸ τοῦ Πλάτ. ἐν Κρατ. 402Ε.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />ο [[ποδόδεσμος]], [[δεσμά]] για τα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> δοτ. πληθ. <i>ποσί</i> του [[πούς]] <span style="color: red;">+</span> [[δεσμός]].
}}
}}