προβατύλλιον: Difference between revisions

34
(6_22)
 
(34)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''προβατύλλιον''': τό, μικρὸν [[πρόβατον]], Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 44, 23, ἔκδ. Λ. ― Ὁ Ἀκομ. ἀναφέρει [[μετὰ]] καὶ ἄλλων ὀλίγων τὴν λέξιν ταύτην ὡς ἰδιάζουσαν τοῖς ἐπ’ [[αὐτοῦ]] Ἀθηναίοις, ἀλλὰ τὴν [[σήμερον]] οὕτω δὲν σῴζεται, [[καθώς]] μ’ ἐβεβαίωσαν αὐτόχθονες Ἀθηναῖοι καὶ Ἀθηναῖαι, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
|lstext='''προβατύλλιον''': τό, μικρὸν [[πρόβατον]], Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 44, 23, ἔκδ. Λ. ― Ὁ Ἀκομ. ἀναφέρει [[μετὰ]] καὶ ἄλλων ὀλίγων τὴν λέξιν ταύτην ὡς ἰδιάζουσαν τοῖς ἐπ’ [[αὐτοῦ]] Ἀθηναίοις, ἀλλὰ τὴν [[σήμερον]] οὕτω δὲν σῴζεται, [[καθώς]] μ’ ἐβεβαίωσαν αὐτόχθονες Ἀθηναῖοι καὶ Ἀθηναῖαι, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Μ<br />(με υποκορ. σημ.) μικρό [[πρόβατο]], [[προβατάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόβατον]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ύλλιον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ανθ</i>-<i>ύλλιον</i>)].
}}
}}