Anonymous

πρόσκειμαι: Difference between revisions

From LSJ
35
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>I.</b> être couché auprès de <i>en parl. de la femme</i> ; être donnée comme épouse à, τινι ; <i>en gén., en parl. de choses</i> se trouver près de, être attaché à, être appliqué contre;<br /><b>II.</b> être ajouté, s’ajouter, être en surcroît ; <i>fig.</i> :<br /><b>1</b> être adhérent à ; rester, demeurer auprès de ; <i>en gén.</i> être, τινι;<br /><b>2</b> se rattacher à, dépendre de, τινι;<br /><b>3</b> convenir à, être approprié à, τινι ; <i>Pass.</i> être allégué (comme excuse);<br /><b>4</b> adhérer à, τινι;<br /><b>5</b> s’attacher à, être attaché <i>ou</i> dévoué à, τινι ; <i>en parl. de choses</i> s’adonner à, τινι;<br /><b>6</b> s’attacher à qqn, poursuivre de ses instances, τινι ; <i>en mauv. part</i> poursuivre, presser, harceler, τινι : τὸ προσκείμενον HDT l’armée ennemie.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κεῖμαι]].
|btext=<b>I.</b> être couché auprès de <i>en parl. de la femme</i> ; être donnée comme épouse à, τινι ; <i>en gén., en parl. de choses</i> se trouver près de, être attaché à, être appliqué contre;<br /><b>II.</b> être ajouté, s’ajouter, être en surcroît ; <i>fig.</i> :<br /><b>1</b> être adhérent à ; rester, demeurer auprès de ; <i>en gén.</i> être, τινι;<br /><b>2</b> se rattacher à, dépendre de, τινι;<br /><b>3</b> convenir à, être approprié à, τινι ; <i>Pass.</i> être allégué (comme excuse);<br /><b>4</b> adhérer à, τινι;<br /><b>5</b> s’attacher à, être attaché <i>ou</i> dévoué à, τινι ; <i>en parl. de choses</i> s’adonner à, τινι;<br /><b>6</b> s’attacher à qqn, poursuivre de ses instances, τινι ; <i>en mauv. part</i> poursuivre, presser, harceler, τινι : τὸ προσκείμενον HDT l’armée ennemie.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κεῖμαι]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[κεῑμαι]]<br /><b>1.</b> βρίσκομαι, [[είμαι]] τοποθετημένος [[κοντά]] ή [[πάνω]] σε κάποιον ή [[κάτι]] («σὺ δὲ τῇ θύρᾳ πρόσκεισο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παράκειμαι]], [[γειτονεύω]], [[είμαι]] συνεχόμενος (α. «τα προσκείμενα δωμάτια» β. «πρόσκειται τῷ καλῷ ἀκρωτηρίῳ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[διάκειμαι]] φιλικά [[έναντι]] κάποιου, [[είμαι]] με το [[μέρος]] κάποιου, [[συμμερίζομαι]] τις απόψεις του (α. «πρόσκειται στην [[κυβέρνηση]]» β. «η παράταξή του πρόσκειται στην Αριστερά»)<br /><b>2.</b> (η μτχ. παρακμ.) <i>προσκείμενος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) <b>ως ουσ.</b> αυτός που βρίσκεται, που [[είναι]] τοποθετημένος [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]]<br />β) <b>μτφ.</b> φιλικά διακείμενος [[προς]] κάποιον, [[οπαδός]]<br />γ) <b>φρ.</b> «προσκείμενες γωνίες»<br /><b>μαθημ.</b> γωνίες που έχουν την [[ίδια]] [[κορυφή]], [[κοινή]] [[πλευρά]] και βρίσκονται [[εκατέρωθεν]] της κοινής αυτής πλευράς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για [[γυναίκα]] που δίνεται ως [[σύζυγος]]) παραστέκομαι, [[είμαι]] [[δίπλα]] - [[δίπλα]] («ἀμφὶ μέσσῃ περιπετῆ προσκείμενον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πεσσούς ή υπόθετα) εφαρμόζομαι ή [[παραμένω]] στη [[θέση]] μου<br /><b>3.</b> συμπεριλαμβάνομαι σε [[κάτι]], [[συνδέομαι]] με [[κάτι]] («κακοῑς γὰρ οὐ σὺ πρόσκεισαι μόνη», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[είμαι]] προσκολλημένος ή αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («τῷ προσεκέετο τῶν ἀστῶν [[μάλιστα]] ὁ Ἀρίστων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> (σχετικά με θεό) αφοσιώνομαι στην [[υπηρεσία]] και στη [[λατρεία]] του («[[πρόσκειμαι]] τῷ Διονύσῳ», Δίων Κάσσ.)<br /><b>6.</b> [[δίνω]] [[πίστη]] σε μια [[ιστορία]]<br /><b>7.</b> (σχετικά με [[κρασί]]) [[είμαι]] [[έκδοτος]], [[είμαι]] [[φίλος]], [[πίνω]] («τῇ φιλοινίῃ... προσκέεσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>8.</b> επιδίδομαι σε [[κάτι]] («ἄγραις προσκείμεθα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>9.</b> [[τείνω]] να αποδεχθώ, [[αποδέχομαι]] («τῇ τοῡ ὄντος... προσκείμενος ἰδέᾳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>10.</b> [[επιμένω]] ζητώντας ή παρακαλώντας για [[κάτι]], [[ικετεύω]] («Κύρῳ... προσέκειτο δῶρα πέμπων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>στρ.</b> [[πιέζω]], [[καταδιώκω]] από [[κοντά]] («κλύδωνα πολεμίων προσκείμενον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>12.</b> [[περιέρχομαι]] σε κάποιον, υπάγομαι («τοῑσι θεῶν τιμὴ αὕτη προσκέεται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>13.</b> (για [[ποιότητα]]) [[ανήκω]], αποδίδομαι (α. «τὴν ἀβουλίαν ὅσῳ μέγιστον ἀνδρὶ πρόσκειται», <b>Σοφ.</b><br />β. «τὸ [[ῥῆμα]] πρόσκειται τῇ προτέρᾳ αἰτιατικῇ», Α<br />πολλ. Δύσκ.)<br /><b>14.</b> (για ποινές) [[καταλογίζομαι]] («προσκειμένης ζημίας τῷ πωλοῡντι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>15.</b> [[προστίθεμαι]], επισυνάπτομαι (α. «[[ἄλγος]], ἄλγει προσκείμενον», <b>Ευρ.</b><br />β. «ταῡτα προσκείσθω... τοῑς εἰρημένοις», Ισοκρ.)<br /><b>16.</b> <b>μαθημ.</b> [[προστίθεμαι]], σε [[αντιδιαστολή]] με το αφαιρούμαι<br /><b>17.</b> <b>(λογ.)</b> τίθεμαι ως επί [[πλέον]] [[γνώρισμα]] που ορίζει γενική [[έννοια]]<br /><b>18.</b> καθορίζομαι, ορίζομαι σε [[σχέση]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («ὁ αὐτὸς [[χρόνος]] πρόσκειται», πάπ.)<br /><b>19.</b> <b>μτφ.</b> [[υπάρχω]] επιπροσθέτως<br /><b>20.</b> (ως απρόσ.) <i>πρόσκειται</i><br />απόκειται σε κάποιον ως [[έργο]] του («ἐμοὶ τοῡτο πρόσκειται... μηδένα πελάζειν... δόμοις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>21.</b> <b>φρ.</b> α) «ὁ προσκείμενος [[ἵππος]]» — το [[άλογο]] που βρίσκεται στο εσωτερικό [[μέρος]] όταν ο [[αρματηλάτης]] περικάμπτει [[γωνία]]<br />β) «ἐχθρὸς πρόσκειμαί τινι» — μισούμαι από κάποιον.
}}
}}